αυτομετασχηματιστής

αυτομετασχηματιστής
αυτομετατροπέας [-εύς (-εως)] ο (авто-) трансформатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αυτομετασχηματιστής" в других словарях:

  • αυτομετασχηματιστής — ο μετασχηματιστής ισχύος που έχει ένα συνεχές τύλιγμα με ενδιάμεση λήψη και χρησιμεύει στην εκκίνηση κινητήρων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»